- στερεογνωσία
- η, Νφυσιολ. η ικανότητα αναγνώρισης τής μορφής, τής σύστασης και τής φύσης ενός αντικειμένου με την ψηλάφηση, χωρίς συμμετοχή τής όρασης.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. stereognosis (< στερεός + γνώση + -ία)].
Dictionary of Greek. 2013.